- πληρότης
- πληρότηςfullnessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πληρότητα — πληρότης fullness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρότητι — πληρότης fullness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρότητος — πληρότης fullness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρότητα — η / πληρότης, ητος, ΝΜΑ [πλήρης] 1. η ιδιότητα τού πλήρους, το να είναι κάτι γεμάτο 2. τελειότητα, αρτιότητα νεοελλ. 1. (φιλοσ.) η κατάσταση τού ατόμου στην οποία οι δυνατότητες τής ζωής που υπάρχουν σ αυτό έχουν την πλήρη και ελεύθερη εκδήλωσή… … Dictionary of Greek
υπερπληρότης — ητος, ἡ, Α [πληρότης] πλήρωση μεγαλύτερη από το κανονικό, παραγέμισμα … Dictionary of Greek